Το 20% των ελληνικών εξαγωγών το 2020 ήταν τρόφιμα και ποτά.

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΟΥΛΙΑ

Οικονομικός Αναλυτής στον ΣΕΒΕ-Σύνδεσμο Εξαγωγέων, Υπεύθυνος του ΙΕΕΣ-Ινστιτούτου Εξαγωγικών Ερευνών και Σπουδών και Επιστημονικός Επιμελητής του βιβλίου «Άνθρωπος 4.0» του Δημήτρη Λακασά-Εκδόσεις Κλειδάριθμος

Πριν από περίπου 25 χρόνια, το μακρινό 1996, η Ελλάδα εξήγαγε 21.504 τόνους ακτινιδίων σε 39 διαφορετικούς προορισμούς με την αξία των εξαγωγών να ανέρχεται σε μόλις 10 εκατ. ευρώ. Το 2020 οι τόνοι έφτασαν τους 166.900, οι προορισμοί τους 65, η αξία των εξαγωγών ξεπέρασε τα 170 εκατ. ευρώ και το 2021 υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει τα 180 εκατ. ευρώ. Η περίπτωση του ακτινιδίου, όπως και των πορτοκαλιών, της φέτας και του ελαιόλαδου, αποδεικνύει από τη μία πλευρά την έντονη εσωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας, αλλά από την άλλη πλευρά αναδεικνύει τις δυνατότητες των ελληνικών προϊόντων σε διεθνές επίπεδο. Ωστόσο, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η αύξηση αυτή δεν οφείλεται σε κάποια στρατηγική εξωστρέφειας. Μέχρι το 2009 η αξία των εξαγωγών ακτινιδίου παρέμενε χαμηλά και συγκεκριμένα στα 42 εκατ. ευρώ. Έκτοτε, το 2012 διαμορφώθηκε σε 81 εκατ. ευρώ, το 2017 σε 116 εκατ. ευρώ και το 2019 σε 145 εκατ. ευρώ. Παρά την οικονομική κρίση, τις δυσκολίες και τα αντικίνητρα, τα τελευταία δέκα χρόνια ήταν κομβικά για την ανάπτυξη των εξαγωγών• όχι μόνο του ακτινιδίου, αλλά όλων των ελληνικών προϊόντων.

Ο κλάδος των τροφίμων και ποτών συνεισφέρει ποικιλοτρόπως στην ελληνική οικονομία τόσο με άμεσους τρόπους όπως στην παραγωγή και την απασχόληση, όσο και με έμμεσους όπως η επίδρασή του στον τουρισμό, αποτελώντας το 9% της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας. Η δε εξωστρέφεια του κλάδου αναδεικνύεται σε σημείο-κλειδί. Περίπου το 20% των ελληνικών εξαγωγών το 2020 ήταν τρόφιμα και ποτά, με την αξία τους να ανέρχεται σε 6 δις ευρώ, ενώ η επίδοση αυτή έχει ξεπεραστεί ήδη στο α’ ενδεκάμηνο του 2021 με όλες τις κατηγορίες προϊόντων να καταγράφουν αύξηση. Ωστόσο, το στοιχείο που έχει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι ότι το 2020, και για πρώτη φορά στην ιστορία, ο κλάδος εμφάνισε πλεόνασμα. Από το έλλειμμα των 750 εκατ. ευρώ το 2019 περάσαμε σε πλεόνασμα 422 εκατ. ευρώ το 2020. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα γαλακτοκομικά προϊόντα που από έλλειμμα 130 εκατ. ευρώ το 2019 εμφάνισαν πλεόνασμα 22 εκατ. ευρώ το επόμενο έτος. Αντίστοιχα, το δυσθεώρητο έλλειμμα (περίπου 1 δις ευρώ) στην κατηγορία των κρεάτων, μειώθηκε περίπου κατά 15%. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτουν κάποια ιδιαίτερα χρήσιμα συμπεράσματα. Πρώτον, η ποιότητα των ελληνικών προϊόντων αναγνωρίζεται πλέον σε διεθνές επίπεδο, γεγονός το οποίο αποδεικνύεται από την αυξανόμενη ζήτηση. Δεύτερον, η περαιτέρω βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου του κλάδου είναι εφικτή καθώς υπάρχουν πολλά ελληνικά προϊόντα που μπορούν να αντικαταστήσουν τα εισαγόμενα. Τρίτον, με την κατάλληλη στρατηγική και την παροχή κινήτρων, οι εξαγωγές τροφίμων και ποτών δύνανται να αποτελέσουν το θεμέλιο λίθο της ελληνικής οικονομίας.

Η εξωστρέφεια είναι μία δυναμική διαδικασία που απαιτεί αφύπνιση, εγρήγορση και εκσυγχρονισμό. Η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων θα εξαρτηθεί από την ικανότητά τους να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα και να αντιμετωπίσουν τις μελλοντικές προκλήσεις. Ήδη βλέπουμε το αποτύπωμα της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης σε διάφορους κλάδους και τα τρόφιμα και ποτά δεν αποτελούν εξαίρεση. Η γεωργία ακριβείας (precision agriculture) εφαρμόζεται από το 1980 στον πρωτογενή τομέα και σταδιακά βλέπουμε όλο και περισσότερες επιχειρήσεις να υιοθετούν λύσεις τεχνολογίας σε όλο το φάσμα των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων. Αν εστιάσουμε στις συνέργειες, στο international branding και στην ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων• τα ελληνικά τρόφιμα θα συνεχίσουν να βρίσκονται στα πιάτα των καταναλωτών του κόσμου για πολλά ακόμη χρόνια.

Ακολουθήστε το foodlife.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις