Η διεθνής ζήτηση για ελληνικά τρόφιμα αποτελεί στρατηγικό πλεονέκτημα, επισημαίνει η ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας

Σε ένα περιβάλλον ήπιων επιδόσεων, ο κλάδος τροφίμων και ποτών ξεχωρίζει για τη δυναμική του, καταγράφοντας αύξηση +3,9% το τελευταίο εξάμηνο σε αποπληθωρισμένους όρους, υπερβαίνοντας σαφώς τη λοιπή βιομηχανία (+1,6% αντίστοιχα).

Σύμφωνα με το νέο τεύχος «Τάσεις του Επιχειρείν» της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, ο επιχειρηματικός τομέας διατήρησε θετικό πρόσημο στις πωλήσεις το 1ο τρίμηνο του 2025 (+0,9% σε αποπληθωρισμένους όρους). Αισθητή είναι, ωστόσο, η επιβράδυνση επιδόσεων σε σχέση με το 2024 (+3%), υπό το βάρος αυξανόμενων διεθνών πιέσεων (όπως γεωπολιτική αστάθεια και δασμολογικές εντάσεις). Για το υπόλοιπο του έτους εκτιμά σταδιακή βελτίωση συνθηκών, επιτρέποντας συνολική επίδοση για το 2025 της τάξης του 2,3% (σε αποπληθωρισμένους όρους), συμβαδίζοντας i) με τις πρώτες ενδείξεις για το 2ο τρίμηνο και ii) με τη συμφωνία δασμών 15% στις ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ (περιορίζοντας την αβεβαιότητα δυσμενέστερων σεναρίων).

Η υπεροχή του κλάδου τροφίμων και ποτών έρχεται ως φυσική συνέχεια μιας σταδιακής στρατηγικής ενδυνάμωσης του κλάδου. Αρχικά, ο κλάδος παρουσιάζει ανθεκτικότητα πωλήσεων την τελευταία 25ετία, με ήπιες διακυμάνσεις ακόμη και σε περιόδους ύφεσης. Παράλληλα, την τελευταία δεκαετία έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο σε κρίσιμους δείκτες: η απόδοση ενεργητικού έχει σχεδόν διπλασιαστεί (από 2,2% προ κρίσης σε 3,9%), ενώ οι εξαγωγές κάλυψαν το 24% των πωλήσεων το 2024 (από 13% το 2014), πλησιάζοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 26%.

Η διεθνής ζήτηση για ελληνικά τρόφιμα αποτελεί στρατηγικό πλεονέκτημα. Σε ένα περιβάλλον έντονης αβεβαιότητας στο παγκόσμιο εμπόριο, αυτή η ζήτηση μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για το επόμενο άλμα του κλάδου — εφόσον αξιοποιηθεί μέσα από στοχευμένες παρεμβάσεις. Η μεσοπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη του κλάδου μπορεί να στηριχθεί σε δύο βασικούς άξονες.

  • Πρώτον, η ενίσχυση της προστιθέμενης αξίας που προσφέρει η μεταποίηση στην αγροτική παραγωγή, η οποία σήμερα φτάνει μόλις το 46%, έναντι 60% στην ΕΕ. Η σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο θα μπορούσε να αποδώσει €2 δισ. επιπλέον προστιθέμενης αξίας (+32%).
  • Δεύτερον, η ενίσχυση της παραγωγικότητας του πρωτογενούς τομέα (ανά στρέμμα), η οποία σήμερα υπολείπεται κατά περίπου 11% έναντι της ΕΕ. Η σύγκλιση και σε αυτό το επίπεδο θα μπορούσε να αυξήσει τη συνολική προστιθέμενη αξία του κλάδου κατά €3 δισ. (+50%).

Όπως σημειώνεται, για να είναι εφικτή η απορρόφηση της αυξημένης παραγωγή, απαιτείται ταυτόχρονη ενίσχυση της εξωστρέφειας: σε 31% των πωλήσεων βραχυπρόθεσμα και 41% μεσοπρόθεσμα – ποσοστά συμβατά με άλλες μικρές αλλά ισχυρές εξαγωγικές ευρωπαϊκές οικονομίες.

Η μετάβαση σε αυτό το νέο παραγωγικό μοντέλο προϋποθέτει συντονισμένες διαρθρωτικές παρεμβάσεις, επισημαίνει η Εθνική Τράπεζα. Βάσει υποδείγματος της ΕΤΕ, οι κύριες παράμετροι που συνδέονται με τη μετάβαση σε ένα αγροδιατροφικό τομέα υψηλής προστιθέμενης αξίας είναι i) η ενίσχυση της έρευνας και ανάπτυξης (γεωργία ακριβείας, τεχνολογία μεταποίησης, τυποποίηση) και ii) η δημιουργία σχημάτων συνεργασίας (clusters, συνεταιρισμοί) για επίτευξη οικονομιών κλίμακας. Σε μια εποχή εμπορικής έντασης, διεθνούς μεταβλητότητας και αναδιάταξης των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών προτεραιοτήτων, ο κλάδος τροφίμων και ποτών έχει την ευκαιρία — και όχι απλώς τη δυνατότητα — να μετεξελιχθεί σε διαρθρωτικό μοχλό ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία.

Ακολουθήστε το foodlife.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις