Οι πωλήσεις των ελληνικών προϊόντων στο εξωτερικό σημειώνουν νέο ρεκόρ, τη στιγμή που ο πληθωρισμός και τα επιτόκια «προσγειώνουν» τις εισαγωγές

Του Δημήτρη Χριστούλια

Σημαντική μείωση της τάξης του 32,3% κατέγραψε το εμπορικό έλλειμμα τον Φεβρουάριο, αποτέλεσμα αφενός της νέας σημαντικής αύξησης των ελληνικών εξαγωγών και αφετέρου εξαιτίας της μείωσης των εισαγωγών.

Σημειώνεται, ωστόσο ότι χωρίς τα πετρελαιοειδή η μείωση του εμπορικού ελλείμματος ανέρχεται στο 11,9%. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) τον Φεβρουάριο οι εξαγωγές σημείωσαν εντυπωσιακή άνοδο κατά 19,9%ή κατά 731,4 εκατ. ευρώ, φτάνοντας τα 4,4 δισ. ευρώ έναντι 3,67 δισ. ευρώ τον αντίστοιχο περσινό μήνα, με τις εισαγωγές αντίστοιχα να μειώνονται κατά 346,3 εκατ. ευρώ ή κατά 4,9% και ανήλθαν σε 6,66 δισ. ευρώ έναντι 7,01 δισ. ευρώ κατά τον ίδιο μήνα του 2022.

Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα το εμπορικό έλλειμμα να καταγράφει μείωση τον Φεβρουάριο κατά 1,08 δισ. ευρώ φτάνοντας στα 2,26 δισ. ευρώ από 3,34 δισ. ευρώ τον αντίστοιχο περσινό μήνα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο δίμηνο του έτους, μείωση των εισαγωγών καταγράφεται στις παραγγελίες της κατηγορίας «Βιομηχανικά είδη ταξινομημένα κυρίως κατά πρώτη ύλη». Στη συγκεκριμένη κατηγορία οι εισαγωγές τους πρώτους δύο μήνες του έτους έφτασαν στο 1,63 δισ. ευρώ μειωμένες κατά περίπου 500 εκατ. ευρώ, σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα, οπότε και είχαν ανέλθει στα 2,13 δισ. ευρώ. Παρά τη γενική μείωση των εισαγωγών το πρώτο δίμηνο του έτους, υπάρχουν κλάδοι όπως είναι αυτός των τροφίμων, όπου συνεχίζονται οι παραγγελίες από το εξωτερικό με αμείωτη ένταση, καταδεικνύοντας το έλλειμμα που υπάρχει στην παραγωγή τροφίμων για την κάλυψη της εγχώριας ζήτησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρώτο δίμηνο του έτους η αξία των εισαγωγών σε τρόφιμα ανήλθε 1,28 δισ. ευρώ, περίπου 150 εκατ. ευρώ περισσότερα σε σχέση με το αντίστοιχο δίμηνο. Την ίδια στιγμή οι εξαγωγές τροφίμων το πρώτο δίμηνο του έτους έφτασαν τα 1,13 δισ. ευρώ, με το εμπορικό έλλειμμα στα τρόφιμα να φτάνει τα περίπου 150 εκατ. ευρώ. Εξετάζοντας τον Φεβρουάριο τόσο στα τρόφιμα όσο και στις πρώτες ύλες οι εισαγωγές είναι αυξημένες κατά 48 εκατ. ευρώ και 16,5 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Σημαντική μείωση σημειώνεται στις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων και λιπαντικών κατά περίπου 248 εκατ. ευρώ.

Σύμφωνα με έμπειρα στελέχη της αγοράς που παρακολουθούν την πορεία των εξαγωγικών αλλά και εισαγωγικών ελληνικών επιχειρήσεων το γεγονός αυτό οφείλεται σε 3 βασικούς λόγους.

Αποκλιμάκωση του πληθωρισμού

Πρώτον στη σταδιακή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Την περσινή χρονιά, εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης που κλιμακώθηκε και μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, σημειώθηκαν αλλεπάλληλες ανατιμήσεις σε βασικές πρώτες ύλες και προϊόντα. Για αυτόν το λόγο αρκετές βιομηχανίες και εμπορικές επιχειρήσεις προχωρούσαν σε μαζικές εισαγωγές εξαιτίας της αβεβαιότητας που επικρατούσε για την μελλοντική διαμόρφωση των τιμών, προκειμένου να έχουν τα απαραίτητα αποθέματα για να μπορούν να καλύπτουν τις ανάγκες τους. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεων επιχειρηματιών οι οποίοι τονίζουν ότι «υπήρχαν περιπτώσεις όπου κάναμε την παραγγελία μας και αυξανόταν η τιμή των αγαθών που εισάγαμε, μέχρι να φτάσουν στην Ελλάδα. Οι αλλαγές στις τιμές γινόντουσαν σε τακτά χρονικά διαστήματα με αποτέλεσμα να αναγκαζόμαστε να παραγγέλνουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερες ποσότητες πρώτων υλών για να διασφαλίσουμε όσο το δυνατόν καλύτερες τιμές». Πλέον η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού έχει «φρενάρει» σε μεγάλο βαθμό τις συνεχείς τουλάχιστον ανατιμήσεις με αποτέλεσμα οι Έλληνες εισαγωγείς να μπορούν να κάνουν εισαγωγές αγαθών οι τιμές των οποίων παραμένουν σταθερές για αρκετό χρονικό διάστημα.

«Άνοιγμα» αγοράς

Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το γεγονός ότι το 2022 ήταν ουσιαστικά και η πρώτη χρονιά που άνοιξε η αγορά μετά τον κορωνοϊό που ξέσπασε τον Φεβρουάριο του 2020, με αποτέλεσμα να αυξάνεται σημαντικά η εγχώρια κατανάλωση. Τα εστιατόρια, τα καφέ, τα καταστήματα ένδυσης και υπόδησης λειτούργησαν χωρίς περιορισμούς με τους καταναλωτές να προχωρούν μαζικές αγορές. Σύμφωνα με τους εμπόρους «μετά από σχεδόν δύο χρόνια όπου οι καταναλωτές είχαν περιορίσει αισθητά τις αγορές του λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, είχαν πέρυσι την ανάγκη να κάνουν τις αγορές τους». Πλέον η κατανάλωση έχει επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα και κατ’ επέκταση και η παραγωγή. Σημαντικό ρόλο στην αύξηση της κατανάλωσης έπαιξε και η προσέλευση εκατομμυρίων τουριστών στην χώρα μας την περσινή καλοκαιρινή περίοδο. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα οι βιομηχανίες και οι εμπορικές επιχειρήσεις να αυξήσουν σημαντικά την πώληση των προϊόντων τους. Με δεδομένη την περιορισμένη ή και ανύπαρκτη παραγωγή σε πρώτες ύλες, οδήγησε τις ελληνικές επιχειρήσεις στην εισαγωγή πρώτων υλών και προϊόντων με την συνολική τους αξία να ξεπερνάει τα 93 δισ. ευρώ το 2022, σε μια χρονιά μάλιστα που οι εξαγωγές σημείωσαν νέο ιστορικό ρεκόρ ξεπερνώντας τα 54,5 δισ. ευρώ, με το εμπορικό έλλειμμα να διαμορφώνεται στα περίπου 38,5 δισ. ευρώ.

Στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο ότι οι εισαγωγές πριμοδοτούν τις εξαγωγές, καθότι οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις για να μπορέσουν να παραγάγουν και στη συνέχει να εξάγουν τα προϊόντα τους, θα πρέπει να προχωρήσουν σε εισαγωγές πρώτων υλών. Ουσιαστικά οι εγχώριες επιχειρήσεις προκειμένου να αυξήσουν τις εξαγωγές τους πραγματοποιούν όλο και περισσότερες εισαγωγές. Επίσης, μέσω των εξαγωγών υλοποιείται το μεγαλύτερο ποσοστό των νέων επενδύσεων σε πάγιο εξοπλισμό, αφού τα μηχανήματα για την παραγωγή των προϊόντων εισάγονται από διάφορες χώρες απ’ όλον τον κόσμο. Σε κάθε περίπτωση παραμένει έντονο το πρόβλημα σε ότι αφορά τον πρωτογενή τομέα, καθώς η χώρα μας εκτός από ενεργειακά προϊόντα όπως είναι για παράδειγμα το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο αλλά και τον βιομηχανικό εξοπλισμό συνεχίζει να εισάγει πολλά προϊόντα καθημερινής ανάγκης όπως είναι τα τρόφιμα. Η μεγάλη «ψαλίδα» ανάμεσα σε εισαγωγές και εξαγωγές αποτελεί ένα μελανό σημείο για την ελληνική οικονομία, καθιστώντας, σύμφωνα με εκπροσώπους των εξαγωγέων επιτακτική τη λήψη μέτρων, τονίζοντας ότι είναι μονόδρομος η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, η οποία θα αντισταθμίσει τις εισαγωγές και θα αποκαταστήσει μια στοιχειώδη ισορροπία στο εμπορικό ισοζύγιο.

«Ακριβό» χρήμα

Ο τρίτος λόγος που έχουν φρενάρει οι εισαγωγές το πρώτο δίμηνο του έτους έχει να κάνει με τα υψηλά επιτόκια και το κόστος δανεισμού. Αρκετές επιχειρήσεις δεν διαθέτουν τα απαραίτητα κεφάλαια προκειμένου να κάνουν τις εισαγωγές τους ενώ ταυτόχρονα δεν έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν στον δανεισμό. Οι έξι συνεχόμενες αυξήσεις τον επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τους τελευταίους 10 μήνες έχει επηρεάσει σημαντικά το κόστος χρήματος, με αποτέλεσμα αρκετές επιχειρήσεις να έχουν περιορίσει τα αποθέματα προϊόντων και πρώτων υλών στις αποθήκες τους. Πολλές ιδιαίτερα μεσαίες επιχειρήσεις, αναγκάζονται να πωλούν πρώτα τα προϊόντα που παράγουν και στη συνέχεια να προχωρούν σε νέες εισαγωγές.

Τουρισμός

Ωστόσο, παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι οι εισαγωγές θα αυξηθούν το επόμενο διάστημα, καθώς οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά θα αυξήσουν την παραγωγή τους προκειμένου να μπορέσουν να ανταποκριθούν στην αυξανόμενη ζήτηση εξαιτίας της έλευσης τουριστών. Την ίδια στιγμή η εγχώρια παραγωγή σε τρόφιμα, αναμένεται να καλύψει ένα μικρό μέρος της αγοράς, που σε ορισμένα βασικά αγαθά, όπως για παράδειγμα το κρέας και αβγά κυμαίνεται σε ποσοστό κάτω του 50%. Εκτός όμως από τα τρόφιμα αυξημένη θα είναι η ζήτηση και για είδη ένδυσης και υπόδησης.

Ακολουθήστε το foodlife.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις