Το 72% των εξαγωγών πωλήθηκε σε 22 χώρες της ΕΕ-27 ενώ το 10% πωλήθηκε σε 16 τρίτες χώρες

Μειωμένες – 6,2% ως προς τον όγκο και αυξημένες 2,4% σε αξία ήταν οι ελληνικές εξαγωγές σε τσιπούρα και λαβράκι το 2024, φτάνοντας σε 94.132 τόνους, αξίας 585,1 εκατ. ευρώ. 
Το 82% της συνολικής  παραγωγής διατέθηκε σε  38 αγορές εκτός Ελλάδας. Όπως αναφέρεται στην 11η Ετήσια Έκθεση για την Ελληνική Υδατοκαλλιέργεια, σε μία χρονιά όπου το ισοζύγιο εξαγωγών-εισαγωγών της χώρας ήταν ελλειμματικό, τα ψάρια ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας διατήρησαν την έντονη εξωστρέφεια τους συμβάλλοντας θετικά στο εμπορικό ισοζύγιο τροφίμων. Η μέση τιμή εξαγωγής ήταν βελτιωμένη και για τα δύο είδη σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά και διαμορφώθηκε στα 6,14 €/kg για την τσιπούρα (+17%) και στα 6,47 €/kg (+2%) για το λαβράκι. 
Σημειώνεται ότι το προηγούμενο έτος η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού μειώθηκε κατά 5,5% στους 114.500 τόνους ακολουθώντας την τάση που είχε η παράγωγη τους στην Ε.Ε. αλλά και διεθνώς. Η αξία των πωλήσεων ωστόσο αυξήθηκε κατά 3,5% στα 721 εκατομμύρια ευρώ βελτιώνοντας τα οικονομικά αποτελέσματα των επιχειρήσεων του κλάδου.

Οι κύριοι προορισμοί

Το 72% (82.932 τόνοι) των εξαγωγών πωλήθηκε σε 22 χώρες της ΕΕ-27 ενώ το 10% (11.200 τόνοι) πωλήθηκε σε 16 τρίτες χώρες.  Το 51% των εξαγωγών ήταν τσιπούρα (48.472 τόνοι) και το 49% λαβράκι (45.660 τόνοι).  Σχεδόν το σύνολο των εξαγωγών ήταν νωπά ψάρια και μόλις το 0,08% κατεψυγμένα (82 τόνοι κυρίως στις τρίτες χώρες).
Οι κυριότερες αγορές είναι στην ΕΕ όπου παραδοσιακά η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία απορροφούν πάνω από την μισή Ελληνική παραγωγή. Σε αυτές τις 3 χώρες πραγματοποιήθηκε το 2024 το 73% των εξαγωγών τσιπούρας και λαβρακιού από την Ελλάδα.
Αν εξαιρέσουμε τις Βουλγαρία, ΗΠΑ, Ολλανδία, Γερμανία, Ισραήλ, Πορτογαλία, Ρουμανία όπου εξαγωγές κυμάνθηκαν από 2.500 – 3.500 τόνους, σε όλες τις υπόλοιπες χώρες οι εξαγωγές κυμάνθηκαν κάτω των 800 τόνων.

Ακολουθήστε το foodlife.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις