«Καλοδεχούμενη κάθε αύξηση η οποία βελτιώνει το οικογενειακό εισόδημα, ιδιαίτερα των πιο αδύναμων οικονομικά συμπολιτών μας. Άλλωστε, μόνον έτσι θα πραγματοποιηθεί η αναγκαία αύξηση της υποτονικής κίνησης, που έχει καταγραφεί στην αγορά το τελευταίο διάστημα. Όμως, επειδή δεν γίνεται κοινωνική πολιτική στις πλάτες της επιχειρηματικότητας, αναμένουμε η απόφαση αυτή που υπερβαίνει τις προτάσεις μας, να συνδυαστεί τουλάχιστον με τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα πλήξουμε άμεσα την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και δυστυχώς θα αναγκαστούμε, όπως συνέβη και στο παρελθόν, να πάρουμε πίσω την αύξηση με πολλαπλάσιο κόστος ή στην καλύτερη περίπτωση να καθυστερήσουμε να προχωρήσουμε όπως επιθυμούμε και το επόμενο έτος, σε μία περαιτέρω σημαντική βελτίωση των μισθών» δήλωσε ο κ. Καφούνης.
Στα 830 ευρώ ο κατώτατος μισθός από 1η Απριλίου

Πώς υποδέχθηκαν η αγορά και οι εργαζόμενοι τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης
Στα 830 ευρώ (μεικτά) διαμορφώνεται ο κατώτατος μισθός με ισχύ από την 1η Απριλίου και το καθαρό ποσό να διαμορφώνεται στα 705 ευρώ καθαρά, όπως ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την εισήγησή του στο υπουργικό συμβούλιο.
ΕΒΕΠ: Η αύξηση του κατώτατου μισθού διατηρεί την «ροπή κατανάλωσης» στην αγορά
Η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 830 ευρώ θα ενισχύσει την κατανάλωση στην αγορά και, αντίστοιχα, την οικονομία, εκτιμά ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, Βασίλης Κορκίδης. Οι ισορροπημένες αυξήσεις μισθών θα συνεχίσουν να προσφέρουν περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας στη χώρα μας, υπό την προϋπόθεση, ότι θα ακολουθήσει και μια αντίστοιχη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, τονίζει.
«Ο κατώτατος μισθός, όπως διαμορφώνεται στα 830 ευρώ, από την 1η Απριλίου 2024, είναι αποτέλεσμα τήρησης ισορροπίας στην ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος ενάντια στην ακρίβεια και στη διατήρηση του ανταγωνιστικού πλαισίου της οικονομίας. Η κυβέρνηση, συνεπής προς τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει και αξιοποιώντας τη δυναμική της κυκλικότητας στην οικονομία, επιχειρεί να δώσει, μέσω των επιχειρήσεων, νέα ώθηση στο διαθέσιμο εισόδημα. Κατά συνέπεια, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα ενισχύσει την κατανάλωση στην αγορά και, αντίστοιχα, την οικονομία.
Η συνταγή για την ανάπτυξη της χώρας μας δεν έχει αλλάξει, παρά τις κρίσεις, με την κατανάλωση να πρωταγωνιστεί έναντι εξαγωγών και επενδύσεων. Συγκεκριμένα, η κατανάλωση εξακολουθεί να εισφέρει συνολικά το 88% του ΑΕΠ της χώρας, ποσοστό αντίστοιχο με αυτό που αποτυπωνόταν και το 2009. Τα στοιχεία σύνθεσης του ΑΕΠ δείχνουν ότι, και το 2024, το στοίχημα της κυβέρνησης για ανάπτυξη 2,9% θα κριθεί από την κατανάλωση, ιδίως των νοικοκυριών και, δευτερευόντως, του Δημοσίου, το οποίο, υπό την πίεση της παραγωγής υψηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων, είναι υποχρεωμένο να κινηθεί από το 20% του 2023 κάτω του 18% το 2024, αλλά και τα επόμενα χρόνια. Η ιδιωτική κατανάλωση παρέμεινε το 2023 στο 68% του ΑΕΠ, με την αναλογία αυτή να διατηρείται στην ελληνική οικονομία εδώ και δεκαετίες. Η ετήσια διαμόρφωση του ΑΕΠ κάθε χρόνο εξαρτάται κυρίως από το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, τη χρηματοδότησή τους, αλλά και από την πορεία των τιμών, πέραν βεβαίως του τουρισμού που επίσης επηρεάζει άμεσα τον δείκτη. Η υψηλότερη αναλογία της κατανάλωσης ως προς το ΑΕΠ τα τελευταία 30 χρόνια, σημειώθηκε το 2020 στο 93%, λόγω της μεγάλης ύφεσης εξαιτίας της πανδημίας.
Σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον, που βελτιώνεται διαρκώς, οι ισορροπημένες αυξήσεις μισθών θα συνεχίσουν να προσφέρουν περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας στη χώρα μας, υπό την προϋπόθεση, ότι θα ακολουθήσει και μια αντίστοιχη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Δεν πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε, ότι η παραγωγικότητα στην εργασία είναι στοιχείο που συμβάλλει στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, άρα και δικαιολογεί, τόσο την διατήρηση των θέσεων εργασίας, όσο και την αύξηση της πλήρους απασχόλησης».
Ακολουθήστε το foodlife.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις