Ενισχύονται οι φόβοι για ελλείψεις στην αγορά

Της Κωνσταντίνας Χελιδώνη

Σε αχαρτογράφητα νερά κινείται ο κλάδος του γάλακτος με το μεγαλύτερο πρόβλημα να καταγράφεται στον πρώτο και βασικότερο κρίκο της αλυσίδας, τους παραγωγούς, καθώς οι ποσότητες του ελληνικού γάλακτος μειώνονται διαρκώς εξαιτίας του υπέρογκου κόστους παραγωγής, που οφείλεται στην ενεργειακή κρίση και στην εκτόξευση του πληθωρισμού. Κατά συνέπεια, σε εύθραυστη ισορροπία βρίσκεται και ο κλάδος της γαλακτοβιομηχανίας, οι επιχειρήσεις του οποίου προσπαθούν να διαχειριστούν τόσο τη μειωμένη πρώτη ύλη όσο και τη μειωμένη ζήτηση για επώνυμα προϊόντα. Οι ανατιμήσεις, δε, έχουν βάλει φρένο στην κατανάλωση και οι πολίτες στρέφονται σε φθηνότερα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, περιορίζοντας ακόμη και σε αυτή την κατηγορία τις αγορές τους.

Στα ύψη οι ζωοτροφές

Η δραματική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ιδιαίτερα ο κλάδος της κτηνοτροφίας, αποδίδεται εξ ολοκλήρου στο τεράστιο κόστος παραγωγής κυρίως των ζωοτροφών, το οποίο έχει υπερδιπλασιαστεί. Το αποτέλεσμα είναι οι κτηνοτρόφοι να οδηγούνται είτε στη θανάτωση των κοπαδιών τους, είτε στον υποσιτισμό των ζώων με άμεσες επιπτώσεις στις αποδόσεις τους, αφού καθίστανται λιγότερο παραγωγικά. «Υπάρχουν αρκετοί παραγωγοί, που, μη έχοντας πλέον τις οικονομικές δυνάμεις για να κρατήσουν την παραγωγή τους, πωλούν τα ζώα τους, καθώς η συντήρησή τους αποκλειστικά για γαλακτοπαραγωγή θεωρείται πλέον ασύμφορη.  Πολύ φοβόμαστε ότι, αν συνεχιστεί η υπάρχουσα κατάσταση, οι ελλείψεις στην αγορά είναι προ των πυλών», επισημαίνουν οι ίδιες πηγές. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εγχώρια παραγωγή καλύπτει το 50% των αναγκών της αγοράς σε γάλα και το υπόλοιπο εισάγεται από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες βρίσκονται και αυτές σε δυσμενή θέση. Έτσι, η μειωμένη εγχώρια παραγωγή γάλακτος αλλά και οι μειούμενες εισαγωγές εκτινάσσουν την τελική τιμή στο ράφι.

Από την πλευρά τους, παράγοντες μεγάλων γαλακτοβιομηχανιών της χώρας, εξηγώντας τον λόγο για τον οποίο δεν μπορούν να αυξήσουν τα ποσά που δίνουν για να αγοράσουν το γάλα, επισημαίνουν ότι προσπαθούν και αυτοί να καλύψουν το δικό τους αυξημένο κόστος προσθέτοντας στην ήδη δύσκολη εξίσωση και τον περιορισμό της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι, με βάση τα στοιχεία των εταιρειών σχετικά με τα γαλακτοκομικά προϊόντα, οι πωλήσεις σε όγκο εμφανίζονται μειωμένες από 6% έως 11% το πρώτο εξάμηνο του έτους ανάλογα με το προϊόν. Βέβαια, όπως αναφέρουν υψηλόβαθμα στελέχη της βιομηχανίας, προτεραιότητα του κυβερνητικού επιτελείου θα πρέπει να είναι η στήριξη του κλάδου της κτηνοτροφίας, αφού είναι κοινό μυστικό πως, αν αρχίσει η τάση μείωσης του ζωικού κεφαλαίου σε μια χώρα, είναι πολύ αργή η διαδικασία επανάκτησής του.

Μειώσεις έως και 5%

Η μείωση των ποσοτήτων γάλακτος, αλλά και του αριθμού των παραγωγών σε σύγκριση με πέρυσι, αποτυπώνεται και από τα στοιχεία του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού-ΔΗΜΗΤΡΑ. Το πρώτο εξάμηνο του 2022 παραδόθηκαν 331.730 τόνοι αγελαδινού γάλακτος έναντι 346.504 τόνων το αντίστοιχο διάστημα του 2021, με το ποσοστό της μείωσης να φθάνει το 4,26%. Αντίστοιχη είναι η εικόνα στο πρόβειο γάλα, καθώς κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022 παραδόθηκαν 517.840 τόνοι έναντι 527.784 τόνων το πρώτο εξάμηνο πέρυσι μείωση της τάξεως του 1,88%. Την κατιούσα έχει πάρει και το γίδινο γάλα, με τις παραδοθείσες ποσότητες το πρώτο εξάμηνο να είναι στους 113.606 τόνους, σε σχέση με τους 120.380 τόνους που ήταν πέρυσι, σημειώνοντας πτώση 5,62%. Υπό τη σκιά, λοιπόν, της κρίσιμης κατάστασης, στελέχη του κλάδου προειδοποιούν ότι εάν δεν ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα, τότε στα επόμενα δύο χρόνια θα υπάρξει σοβαρή έλλειψη πρόβειου γάλακτος με συνέπειες και για το σήμα κατατεθέν της χώρα μας, τη φέτα.

Ακολουθήστε το foodlife.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις